- ἐκλάψαν
- ἐκλάπτωdrink offaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔκλαψαν — ἐκλάπτω drink off aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
κλαυτός — και κλαυστός, ή, ό (Α κλαυστός και κλαυτός, ή, όν) [κλαίω] άξιος για κλάματα, αξιοθρήνητος νεοελλ. 1. αυτός που κλαίει, κλαμένος 2. αυτός που τόν έκλαψαν, τόν μοιρολόγησαν. επίρρ... κλαυτά με κλάματα, κλαψιάρικα, παραπονιάρικα … Dictionary of Greek